- στρουθόπους
- -ουν, Α1. αυτός που έχει πόδια σπουργίτη, δηλαδή κοντά πόδια2. αυτός που έχει πόδια στρουθοκαμήλου, αυτός που έχει μακριά σκέλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντό-πους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek